- ἱππευτήρ
- ἱππ-ευτήρ, ῆρος, ὁ,= sq.,A
πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295
([place name] Bianor).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295
([place name] Bianor).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.